- χειρόμακτρο
- el havlusu, peşkir
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
ημιτύβιον — ἡμιτύβιον, τὸ (Α) 1. λινό μαντήλι για τον λαιμό, χειρόμακτρο 2. μικρή πετσέτα, μικρό μάκτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. σύνθετο του ημι , ενώ κατ άλλη άποψη η λ. είναι αιγυπτ. δάνειο] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειρεκμαγείον — τὸ, Α χειρόμακτρο, πετσέτα χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
χειρώμακτρον — τὸ, Α βλ. χειρόμακτρο … Dictionary of Greek